Η Ρύθμιση της Ενέργειας στην Eποχή της Πράσινης Μετάβασης

 
Η Ρύθμιση της Ενέργειας στην Eποχή της Πράσινης Μετάβασης
 Της Μαρίας Σχοινά*
 Τρι, 11 Μαΐου 2021 - 09:56
 
Στo πλαίσιo των δράσεων για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, η Ευρώπη έχει ήδη δεσμευτεί για μια οικονομία κλιματικά ουδέτερη έως το 2050, με επίκεντρο το μηδενισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και για οικονομική ανάπτυξη αποσυνδεδεμένη από την χρήση των πόρων. Για την επίτευξη των φιλόδοξων στόχων της, έχει υιοθετήσει από τον Νοέμβριο 2019 την γνωστή σε όλους Πράσινη Συμφωνία (Green Deal), που αποτελεί τον οδικό χάρτη για την προώθηση της αποδοτικής χρήσης των πόρων, μετασχηματίζοντας το οικονομικό μοντέλο, μέσω μηχανισμού δίκαιης μετάβασης σε μια καθαρή, κυκλική οικονομία. Η Πράσινη Μετάβαση έχει εκτεταμένες επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της οικονομίας, αλλά σαφώς πιο ορατές στον τομέα της ενέργειας, όπου η κλιματική ουδετερότητα θα πρέπει να επιτευχθεί με την ενσωμάτωση των ανανεώσιμων αερίων στο σύστημα, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους της προσιτότητας της ενέργειας καθώς και της υψηλής ενεργειακής απόδοσης και ασφάλειας εφοδιασμού. Έτσι στα επόμενα χρόνια, ο ρόλος του ρυθμιστικού πλαισίου ως συνδέσμου μεταξύ της ενέργειας, της οικονομίας και της κοινωνίας θα είναι καταλυτικός για την έγκαιρη και ορθολογική μετάβαση στην οικονομία χαμηλών ρύπων.
Η τεχνολογική αλλαγή που απαιτείται, οι συντονισμένες προσπάθειες για την σύζευξη των ενεργειακών τομέων και η ύπαρξη οργανωμένων αγορών και φυσικών μονοπωλίων, δημιουργούν ένα μοναδικό πλαίσιο προκλήσεων, εντός του οποίου η ρύθμιση των ενεργειακών αγαθών (ηλεκτρισμός, φ.α., ανανεώσιμα αέρια κλπ) θέτει σειρά σημαντικών θεμάτων προς επίλυση, όχι μόνο στην χώρα μας αλλά σε όλη την Ευρώπη. Εν όψει των φιλόδοξων στόχων της Μετάβασης, η οικονομική απόδοση εξακολουθεί να αποτελεί βασικό πυλώνα της ρύθμισης, όπως πάντα, με τη μόνη διαφορά ότι τώρα η προσέγγιση μάλλον εστιάζει περισσότερο στο οικονομικά αποτελεσματικό (cost-effective) αντί του οικονομικά αποδοτικού (cost-efficient). Με βάση το παραδοσιακό μοντέλο οι ρυθμιζόμενες ενεργειακές επιχειρήσεις έχουν κίνητρα περισσότερο για κεφαλαιουχικές επενδύσεις παρά για λειτουργικές δαπάνες σε νέες επιχειρησιακές στρατηγικές και στρατηγικές διαχείρισης δικτύων, ακόμα και αν αυτές μπορεί να αποβούν πιο αποτελεσματικές από οικονομικής και περιβαλλοντικής σκοπιάς. Το μοντέλο αυτό χρήζει αναθεώρησης για να αντιμετωπιστεί η πρόκληση που δημιουργεί η Πράσινη Μετάβαση για καινοτόμες και οικονομικά αποτελεσματικές επενδύσεις προς όφελος των καταναλωτών. Σε αντίθετη περίπτωση, θα υπάρχει ο κίνδυνος υπερ-επενδύσεων και  η συνακόλουθη δημιουργία λανθανουσών υποδομών (stranded-assets).
Η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών για την ενσωμάτωση των ανανεώσιμων αερίων, για την ενίσχυση της ενεργειακής απόδοσης και για την διευκόλυνση εναλλαγής καυσίμου, αποτελούν σημεία-κλειδιά για τη μετάβαση της κοινωνίας σε κλιματικά ουδέτερη οικονομία και θα πρέπει να ενισχυθεί τεχνικά, οικονομικά και ρυθμιστικά. Εν γένει, η τεχνολογική πρόοδος εξαρτάται από τις δαπάνες στον τομέα Έρευνας και Ανάπτυξης (R&D), για  να προωθηθούν καινοτόμες ιδέες. Στα δίκτυα της ενέργειας ο τομέας αυτός δεν είναι τόσο αναβαθμισμένος όπως στις τηλεπικοινωνίες, ενδεχομένως λόγω του υψηλού επενδυτικού κόστους ή της έλλειψης ρυθμιστικών μηχανισμών που δίνουν έμφαση στην ποιότητα των υπηρεσιών των ενεργειακών επιχειρήσεων (πχ μέσω πρόσθετης απόδοσης κεφαλαιουχικών επενδύσεων-wacc). Η επίτευξη ισορροπίας μεταξύ των κινήτρων που παρέχονται από το κανονιστικό πλαίσιο στις επιχειρήσεις, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στόχων, βραχυπρόθεσμων (όπως η κάλυψη κόστους με εύλογη απόδοση) και μακροπρόθεσμων (όπως τα κόστη ερευνών καινοτομίας) αποτελεί μια σοβαρή πρόκληση για τη νέα εποχή. Παράλληλα, οι υποχρεώσεις διαχωρισμού (unbundling) και πρόσβασης τρίτων (ΤΡΑ) που είναι θεμελιώδεις αρχές για τις ρυθμιζόμενες δραστηριότητες, δημιουργούν ίσως εμπόδιο στην περαιτέρω ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών. Στη βάση αυτή, το πλαίσιο κανόνων θα πρέπει να μεταρρυθμιστεί έτσι ώστε να εστιάζει όχι μόνο στην οικονομική αποδοτικότητα των υφιστάμενων ενεργειακών υποδομών και των επενδύσεων ανάπτυξης τους αλλά και των επενδύσεων στην καινοτομία. Η μεταρρύθμιση αυτή  σε συνδυασμό με τα οικονομικά κίνητρα από την πολιτεία και την αλλαγή της καταναλωτικής συμπεριφοράς μπορεί να οδηγήσει στην επίτευξη των στόχων της απανθρακοποίησης.
Οι υποδομές ενέργειας ως φυσικά μονοπώλια, διατηρούν τον κομβικό ρόλο τους στη νέα εποχή. Σύμφωνα με το ισχύον ρυθμιστικό μοντέλο, οι διαχειριστές των δικτύων οφείλουν να διασφαλίζουν την παροχή αξιόπιστης υπηρεσίας, ήτοι την ασφαλή λειτουργία των δικτύων για τη μεταφορά και διανομή της ενέργειας, διαθέτοντας ικανή για την ζήτηση χωρητικότητα και να λαμβάνουν τις αποφάσεις επέκτασης ή ενίσχυσης των παγίων τους για την κάλυψη της μελλοντικής ζήτησης με οικονομικά αποτελεσματικό τρόπο.
Στις συνθήκες της Μετάβασης, το πλαίσιο αυτό θα πρέπει να προσαρμοστεί ώστε οι υποδομές να μπορούν να υποδεχτούν ανανεώσιμα αέρια και καινοτόμες τεχνολογίες (όπως ευέλικτες μονάδες παραγωγής, μονάδες μετατροπής ενέργειας πχ Power to X-P2X ή αποθήκευσης της, συστήματα εξοικονόμησης ενέργειας), δημιουργώντας ένα περιβάλλον με περισσότερες προκλήσεις για τις ενεργειακές δραστηριότητες. Για παράδειγμα τα δίκτυα φυσικού αερίου καλούνται να υποδεχθούν συνεχώς αυξανόμενες ποσότητες βιομεθανίου, υδρογόνου ή άλλων ανανεώσιμων αερίων καθώς και να εντάξουν τεχνολογίες P2X, απαιτήσεις που θα οδηγήσουν σε μετατροπές της υφιστάμενης υποδομής ή/και κατασκευή νέας. Οι επιχειρήσεις διαχείρισης των ενεργειακών υποδομών θα πρέπει να επιλέγουν τη βέλτιστη οικονομικά και περιβαλλοντικά λύση, προκειμένου να διευκολυνθούν οι δράσεις προς την κλιματική ουδετερότητα χωρίς αδικαιολόγητη επιβάρυνση των τελικών καταναλωτών.
Ο καθορισμός διαφανών μεθόδων για διενέργεια μελετών με σαφή καταγραφή των δαπανών και σύγκριση τους με τα οφέλη αποτελεί μια πρωτοβουλία προς την ορθή κατεύθυνση και θα πρέπει να τηρείται απαρέγκλιτα.
Η θέσπιση ασφαλιστικών δικλείδων για απρόσκοπτη αλλά ισόρροπη ανάπτυξη, χωρίς υπερ-επενδύσεις ή υπο-αξιοποίηση υφιστάμενων υποδομών, κρίνεται αναγκαία. Ιδιαιτέρως, στην Ελλάδα, που δεν έχει επιτευχθεί έως σήμερα ικανοποιητικός βαθμός διείσδυσης του φυσικού αερίου -ενός πιο φιλικού στο περιβάλλον ωστόσο ορυκτού καυσίμου-  ενώ παράλληλα οι επενδύσεις για την ανάπτυξη της υποδομής του είναι σε εξέλιξη και σχετικά νέες, ελλοχεύει ο κίνδυνος αναπόσβεστων υποδομών.
Στο νέο αυτό περιβάλλον, οι Διαχειριστές Διανομής ενέργειας, αναβαθμίζονται από απλοί διανομείς ενέργειας σε ενεργοί παίκτες, διαμεσολαβητές και συντονιστές σε ένα σύνθετο, έξυπνο και ολοκληρωμένο ενεργειακό σύστημα. Ο κοινός και συντονισμένος σχεδιασμός μεταξύ των ενεργειακών τομέων (για παράδειγμα, τα δίκτυα φυσικού αερίου θα μπορούν να αποτελέσουν μέσο αποθήκευσης της ενέργειας από ΑΠΕ) είναι αναγκαίος, ώστε να αξιοποιηθεί καλύτερα το υφιστάμενο δυναμικό και να αποτραπούν περιττές επενδύσεις. Ωστόσο, προβληματισμοί δημιουργούνται για τις αρχές που θα πρέπει να βασιστεί το νέο μοντέλο ρύθμισης ενός ολοκληρωμένου ενεργειακού συστήματος, πολλαπλών φορέων (ηλεκτρισμού, υδρογόνου, φ.α. κλπ), οι οποίοι θα πρέπει εγκαίρως να αντιμετωπιστούν για να αποτραπεί τυχόν εμπόδιο στην ικανοποίηση των στόχων για πράσινη ενέργεια.
Η αρχή της αντανάκλασης του κόστους θα πρέπει να παραμείνει ο βασικός άξονας διαμόρφωσης των τιμολογίων καθώς είναι καίριας σημασίας και για την ανάπτυξη των νέων μονάδων (όπως οι μονάδες παραγωγής ανανεώσιμων ή micro-CHP στην τελική κατανάλωση), αφού διασφαλίζει ίσους όρους μεταξύ των διαφόρων ενεργειακών αγαθών σε ένα ολιστικό ενεργειακό σύστημα. Εντούτοις, οι κανονισμοί τιμολόγησης της ενέργειας θα πρέπει να αναθεωρηθούν γύρω από τους άξονες της απανθρακοποίησης, της ψηφιοποίησης και της αποκέντρωσης της ενέργειας. Τα δύο τελευταία θέτουν τον καταναλωτή στο κέντρο της ενεργειακής μετάβασης, σύμφωνα με τους πυλώνες ανάπτυξης της σχετικής ευρωπαϊκής στρατηγικής και σε συνδυασμό με τις νέες τεχνολογίες τον μετατρέπουν σε «prosumer» (παραγωγό και καταναλωτή, ταυτόχρονα), αφού θα έχει την δυνατότητα να προσαρμόζει τις καταναλώσεις του και να παράγει και αποθηκεύει την ενέργεια που χρειάζεται. Όλο αυτό θα πρέπει να αντικατοπτριστεί στους μηχανισμούς τιμολόγησης. Εξίσου σημαντική είναι και η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών στις τεχνολογικές πτυχές της Πράσινης Μετάβασης (πχ τεχνολογίες υδρογόνου για διευκόλυνση της απανθρακοποίησης), του βαθμού αποδοχής των νέων υποδομών και της ολοκληρωμένης ενημέρωσης τους, που η πολιτεία θα πρέπει να επιτύχει μέσω μιας στοχευμένης, ευέλικτης και δυναμικής προσέγγισης.
Κοντολογίς, το ενεργειακό σύστημα ως σύνολο αναμένεται στα χρόνια της Πράσινης Μετάβασης να αποτελεί μια εναρμονισμένη και συντονισμένη λειτουργία επιμέρους συστημάτων και υποδομών ενέργειας, μέσω της μετατροπής των υφιστάμενων και της ανάπτυξης νέων, με εφαρμογή νέων τεχνολογιών και διακίνηση διαφόρων ενεργειακών αγαθών (ηλεκτρισμός, μίγμα αερίων, ανανεώσιμα αέρια). Το νέο σχήμα απαιτεί αναδιαρθρώσεις στους κανόνες ρύθμισης του, ώστε αυτοί να δημιουργούν περιβάλλον ελκυστικό για την προώθηση καινοτόμων τεχνολογιών (που είναι μοχλός της πράσινης ανάπτυξης), οδηγώντας στην επιλογή οικονομικά αποτελεσματικών επενδύσεων και διασφαλίζοντας ταυτόχρονα από τον κίνδυνο υπο-χρησιμοποιούμενων υποδομών και αναίτιας επιβάρυνσης των καταναλωτών.
Λίγα λόγια για την κα. Μαρία Σχοινά, είναι Χημικός Μηχανικός της Πολυτεχνικής Σχολής του Παν/μίου Πατρών. Από το 1993 έως και το 2020 απασχολήθηκα στη ΔΕΠΑ Α.Ε., στους τομείς της Εμπορίας αερίου και των Ρυθμιστικών θεμάτων, με άσκηση και των καθηκόντων του Υπεύθυνου Συμμόρφωσης με το Δίκαιο του Ανταγωνισμού (2012-2016). Σήμερα απασχολείται στην Δ/νση Στρατηγικής και Ρυθμιστικών της ΔΕΠΑ Υποδομών Α.Ε.
*Διευθύντρια Δραστηριοτήτων Στρατηγικής & Ρυθμιστικών Θεμάτων, ΔΕΠΑ ΥΠΟΔΟΜΩΝ Α.Ε.
ΠΗΓΗhttps://www.energia.gr/article/177493/h-rythmish-ths-energeias-sthn-epohh-ths-prasinhs-metavashs

  • :
  • :


πρόγνωση καιρού από το weather.gr