Χρ. Λιάγγου: Χτύπημα στη βιομηχανία από τις νέες επιβαρύνσεις στο ενεργειακό κόστος

10 05 2016 | 10:50
Σε αύξηση της φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων προχωράει η κυβέρνηση σε μια στιγμή που τα στοιχεία για την εξέλιξη της ζήτησης πιστοποιούν το βάθος της ύφεσης της ελληνικής οικονομίας και προαναγγέλλουν περαιτέρω επιδείνωση. Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει σήμερα τον υψηλότερο Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης φυσικού αερίου βιομηχανικής χρήσης απ’ όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. (διπλάσιος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και δεκαπλάσιος των προβλέψεων της σχετικής Οδηγίας) και το αίτημα της βιομηχανίας για μείωση στα χαμηλότερα επιτρεπτά επίπεδα της Οδηγίας (0,54 ευρώ η μεγαβατώρα), η κυβέρνηση συμπεριλαμβάνει στο δεύτερο φορολογικό πακέτο μέτρων και την αύξηση του ΕΦΚ στο φυσικό αέριο. Αυτό θα οδηγήσει σε περαιτέρω υπονόμευση την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, οι οποίες επιβαρύνονται με υψηλό ενεργειακό κόστος. Είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα, και με την πτώση των τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου, ο ΕΦΚ επιβαρύνει την τιμή εισαγωγής Φ.Α. πάνω από 40%. Για τις σοβαρές παρενέργειες που θα επέλθουν σε σημαντικούς κλάδους της οικονομίας πλήττοντας ιδιαίτερα τις προοπτικές ανάπτυξης της χώρας είχε προειδοποιήσει με επιστολή του τους υπουργούς Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο και Ενέργειας και Περιβάλλοντος Πάνο Σκουρλέτη ο ΣΕΒ πριν από ένα μήνα περίπου, οπότε διέρρευσαν για πρώτη φορά τα σχετικά σενάρια.

Το χτύπημα για τις επιχειρήσεις είναι διπλό, αφού στο νέο πακέτο μέτρων περιλαμβάνεται και η αύξηση του ΕΦΚ στο πετρέλαιο κίνησης, πέραν της βενζίνης, του LPG και της κηροζίνης. Η αγορά χαρακτηρίζει τραγικό το μέτρο της αύξησης του ΕΦΚ στο ντίζελ κίνησης, καθώς θα επιβαρύνει σημαντικά τη βιομηχανία και τις μεταφορές, αλλά και την αγροτική παραγωγή, χτυπώντας την καρδιά της οικονομίας. Κύκλοι της αγοράς επικρίνουν και την ηθική διάσταση του μέτρου, κάνοντας λόγο για «εξαπάτηση των πολιτών που μέσα στην κρίση επένδυσαν σε ακριβά ντιζελοκίνητα αυτοκίνητα έχοντας ως δεδομένο ότι θα το κινούν με ένα φθηνότερο καύσιμο από αυτό της βενζίνης». Είναι χαρακτηριστικό ότι από τον Νοέμβριο του 2011, οπότε καθιερώθηκε το μέτρο της άρσης της απαγόρευσης της πετρελαιοκίνησης σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, το μερίδιο των νέων Ι.Χ. με κινητήρες ντίζελ από το 4% που ήταν το 2010 εκτινάχθηκε στο 60% το 2015. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Συνδέσμου Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Αυτοκινήτων, τα επιβατικά Ι.Χ. με κινητήρες ντίζελ που κυκλοφόρησαν από τον Νοέμβριο του 2011 μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου του 2016 ανέρχονται στις 157.349 σε σύνολο 286.634.

Η αγορά καυσίμων, πάντως, πέραν των αρνητικών επιπτώσεων στις επιχειρήσεις, τους καταναλωτές και την οικονομία συνολικότερα, εκτιμά ότι η αύξηση της φορολογίας στα καύσιμα δεν θα αυξήσει τα δημόσια έσοδα, όπως επιδιώκει η κυβέρνηση, και παραπέμπει στο παράδειγμα της αύξησης του ΕΦΚ στο πετρέλαιο θέρμανσης το 2012 από τα 60 ευρώ το χιλιόλιτρο στα 330 ευρώ το χιλιόλιτρο που δεν έφερε καμία αύξηση στα δημόσια έσοδα του 2013.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, με βάση τα επίσημα στοιχεία της Ε.Ε., η Ελλάδα κατέχει την τέταρτη θέση μεταξύ των κρατών-μελών σε σχέση με το ύψος φορολόγησης της αμόλυβδης (670 ευρώ το χιλιόλιτρο), κάτω από Αγγλία, Ολλανδία και Ιταλία, ενώ έχει πολύ υψηλότερο φόρο από χώρες με πολλαπλάσιο κατά κεφαλήν εισόδημα, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και το Βέλγιο, και απέχει πολύ από τον μέσο όρο των 28, που κυμαίνεται στα 510 ευρώ το χιλιόλιτρο. Η Ελλάδα έχει επίσης από τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ στις βενζίνες, με αποτέλεσμα η συνολική φορολογία να αντιπροσωπεύει σήμερα το 68% της τιμής στην αντλία.

Αν και τα ποσοστά αύξησης των ΕΦΚ στα καύσιμα δεν έχουν ανακοινωθεί, η αγορά εκτιμά ότι οποιαδήποτε αύξηση θα προκαλέσει περαιτέρω μείωση της ζήτησης, λόγω και της γενικότερης πίεσης στα εισοδήματα από την εφαρμογή των νέων φορολογικών μέτρων.

Η ζήτηση στα καύσιμα κινήθηκε τον Απρίλιο για τέταρτη συνεχή μήνα πτωτικά. Με εξαίρεση το ντίζελ κίνησης, που αυξήθηκε κατά 7% λόγω της έντασης των εργασιών στους αυτοκινητοδρόμους, προκειμένου να μην χαθούν κονδύλια του ΕΣΠΑ, οι βενζίνες είχαν οριακή μείωση (-1%) και το πετρέλαιο θέρμανσης έκλεισε στο -12%. Τη βαθιά ύφεση της ελληνικής οικονομίας καταδεικνύουν και τα στοιχεία του ΛΑΓΗΕ για την εξέλιξη της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας το τρίμηνο Ιανουαρίου - Μαρτίου 2016, με τα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις να έχουν μειώσει την κατανάλωσή τους κατά 15,28%. Μειωμένη ήταν η ζήτηση και στις επιχειρήσεις μέσης τάσης, οι οποίες περιόρισαν την κατανάλωσή τους σε ποσοστό 4,13%.

Η σημαντική αύξηση της κατανάλωσης στην υψηλή τάση (ενεργοβόρες βιομηχανίες) κατά 19,46% περιόρισε τη συνολική μείωση στη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στο 7,47%.

(Καθημερινή, 10/5/2016)

 

  • :
  • :


πρόγνωση καιρού από το weather.gr