500 MW μπαταριών και 1500 MW αντληστιοταμιευτικών είναι το βέλτιστο μέγεθος για την αποθήκευση ενέργειας το 2030, σύμφωνα με νέα μελέτη της ΡΑΕ

 
15 05 2020 | 13:40
Η ΡΑΕ και το ΕΜΠ με νέα τους μελέτη που παρουσιάστηκε σήμερα επιχειρούν να ρίξουν φως στο πόση και τι είδους αποθήκευση ενέργειας θα χρειαστεί η χώρα μας με ορίζοντα το 2030, σύμφωνα και με τους στόχους που θέτει το ΕΣΕΚ σε ότι αφορά τις εγκαταστάσεις των ΑΠΕ.
Όπως ανέλυσε σχετικά ο καθηγητής ΕΜΠ, Σταύρος Παπαθανασίου, τα ερωτήματα που καλείται να απαντήσει η μελέτη είναι το "πόση αποθήκευση", "ποια αποθήκευση", το αν δικαιολογείται οικονομικά και "για πόσες ΑΠΕ;". Δεν πρόκειται, δηλαδή, για μια μελέτη αγοράς, αλλά για εκτίμηση του κόστους και του οφέλους για το σύστημα συνολικά, όπως εξήγησε.
Ο ίδιος τόνισε ότι οι μπαταρίες στη Χαμηλή Τάση με τα σημερινά δεδομένα δεν μπορούν να προσφέρουν οφέλη συστήματος όπως οι κεντρικοί σταθμοί. Αυτός είναι και ο λόγος που η προσοχή επικεντρώνεται σε μεγάλες μονάδες των 10-100 μεγαβάτ, δηλαδή αντλησιοταμιευτικά και σταθμούς συσσωρευτών.
Η μελέτη υπολογίζει στο κάθε σενάριο το λειτουργικό όφελος συστήματος, το ετήσιο σταθερό κόστος των αποθηκευτικών σταθμών, τη διαφορά τους, την συμβολή στην επάρκεια ισχύος και το τελικό όφελος. Τα κύρια οφέλη που αποτιμώνται στη μελέτη έχουν να κάνουν με τη μείωση κόστους παραγωγής, την παροχή εφεδρειών και ευελιξίας, την ενσωμάτωση παραγωγής ΑΠΕ και τη συμβολή στην επάρκεια ισχύος του συστήματος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στο σενάριο βάσης, προβλέπονται 15.710 μεγαβάτ ΑΠΕ το 2030 με 7.500 μεγαβάτ μονάδων αερίου και μηδέν λιγνίτη, καθώς και 0-200 μεγαβάτ αποθήκευσης.
Ο κ. Παπαθανασίου ανέφερε επιπλέον ότι η αποθήκευση συμβάλει στην επάρκεια ισχύος, η συμβολή της όμως καθορίζεται και από την εγκατεστημένη χωρητικότητα, όχι μόνο από την ισχύ. Με βάση το ετήσιο κόστος ισοδύναμης ισχύος θερμικών μονάδων του χαμηλότερου κόστους, η αξία της συμβολής στην επάρκεια ισχύος υπολογίζεται σε 34.000 ευρώ ανά μεγαβατώρα ανά έτος.
Στις επιμέρους τεχνολογίες, σημειώθηκε ότι για παράδειγμα, 1.500 μεγαβάτ αντλησιοταμιευτικών με 9 ώρες χωρητικότητας μεταφράζονται σε ετήσιο όφελος 70 εκατ. ευρώ. Η τεχνολογία αυτή χαρακτηρίζεται ως κατάλληλη για υπηρεσίες έντασης ενέργειας, όπως είναι η μετάθεση της παραγωγής ΑΠΕ. Αντιθέτως, οι μπαταρίες είναι καλύτερες στην ένταση ισχύος, όπως η εφεδρεία ταχείας απόκρισης, ενώ χαρακτηρίζονται από διαρκή διαθεσιμότητα. Κατ΄ επέκταση, τα δύο αυτά είδη αποθήκευσης καλύπτουν διαφορετικές ανάγκες και έχουν διαφορετικά πλεονεκτήματα για το σύστημα.
Ο κ. Παπαθανασίου σημείωσε επίσης όσον αφορά την επίπτωση της αποθήκευσης στη μείωση των περικοπών ΑΠΕ, ότι οι περικοπές αυτές είναι ήδη πολύ μειωμένες ακόμα και χωρίς νέα αποθήκευση. Με την είσοδό της πρακτικά εκμηδενίζονται.
Το κύριο συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι στο βασικό σενάριο το ενδεδειγμένο μέγεθος της αποθήκευσης είναι μια συνδιαστική λύση με μπαταρίες 500 μεγαβάτ και αντλησιοταμιευτικά 500-1500 μεγαβάτ. 
Στο σενάριο με ενισχυμένη διείσδυση φωτοβολταϊκών (στα 10,2 γιγαβάτ με διείσδυση ΑΠΕ 60%), τότε το βέλτιστο μέγεθος είναι 2.000 μεγαβάτ αποθήκευσης με 500-750 μεγαβάτ μπαταριών και τα υπόλοιπα αντλησιοταμιευτικά. Στην περίπτωση αυτή, το όφελος αυξάνεται κατά 46 εκατ. ευρώ.
Στο δε σενάριο χαμηλότερης διείσδυσης ΑΠΕ με 3 γιγαβάτ λιγότερα σε σχέση με ότι προβλέπει το ΕΣΕΚ (δηλαδή διείσδυση 50%), θα χρειαστούν 250 μεγαβάτ μπαταριών και 500-750 αντλησιοταμιευτκών.
Τέλος, ο κ. Παπαθανασίου ανέφερε ως επόμενα βήματα το πλαίσιο στήριξης των έργων αποθήκευσης, την πρόβλεψη της αποθήκευσης στο μόνιμο μηχανισμό ισχύος και το νέο πλαίσιο των υβριδικών έργων στα νησια.
 

 

  • :
  • :


πρόγνωση καιρού από το weather.gr