Tου Κωστή Σταμπολή
9 05 2025 | 09:50
Με την αβεβαιότητα να αποτελεί πλέον κοινό χαρακτηριστικό των ευρωπαϊκών αγορών φυσικού αερίου, και κατ’ επέκτασιν αυτών του ηλεκτρισμού –κάτι που φάνηκε εξάλλου στη μεγάλη μεταβλητότητα των τιμών στη ΝΑ Ευρώπη τις τελευταίες ημέρες–, οδεύουμε στο κλείσιμο του τριμήνου με πολλούς από τους μεγάλους ενεργειακούς παίκτες να εκφράζουν την απογοήτευσή τους ως προς την αδυναμία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να εκφράσει μια νέα στρατηγική κατεύθυνση. Κάτι που πλέον θεωρείται απαραίτητο ενόψει των σημαντικών εξελίξεων τους τελευταίους μήνες, τόσο σε επίπεδο πεδίου όσο και από πλευράς συμπεριφοράς των ενεργειακών αγορών.
Στο πεδίο ως γνωστόν έχουμε, πρώτον, την πλήρη διακοπή από 1/1/2025 της λειτουργίας του αγωγού αερίου μέσω Ουκρανίας που μετέφερε ρωσικό φυσικό αέριο στη ΒΑ Ευρώπη, και δεύτερον, την πολύ πρόσφατη απόφαση των Ε.Ε.-27 να υπάρξει πλήρης αποδέσμευση από εισαγωγές αερίου από τη Ρωσία (μέσω αγωγών και LNG) μέχρι το τέλος του 2027. Αυτό σημαίνει ότι το υπάρχον έλλειμμα στην προμήθεια αερίου μέσω χερσαίων αγωγών θα διευρυνθεί ακόμη περισσότερο, με ορισμένους αναλυτές να το υπολογίζουν περίπου στα 40 bcma ή 11% της συνολικής προμήθειας της Ε.Ε.
Προς το παρόν το παρατηρούμενο έλλειμμα προμήθειας από τη Ρωσία καλύπτεται από αθρόες εισαγωγές ακριβού LNG και με περιορισμένες εισαγωγές από το Αζερμπαϊτζάν στην περίπτωση της Βαλκανικής χερσονήσου, και από τη Νορβηγία σε ό,τι αφορά τη Βόρεια και την Κεντρική Ευρώπη. Ομως, όπως μας πληροφορούν τελευταία στοιχεία από το International Gas Union, τα φορτία LNG που κατευθύνονται προς την Ευρώπη, η οποία λόγω υψηλών τιμών σήμερα δρα σαν μαγνήτης στη διεθνή αγορά, πολύ σύντομα θα αντιμετωπίσουν ισχυρό ανταγωνισμό από τις αγορές της Ασίας και του Ειρηνικού.
Οπως επιβεβαιώνουν αναλύσεις της πετρελαϊκής Shell, που είναι από τους μεγαλύτερους διακινητές LNG στον κόσμο, ο κύριος όγκος της ζήτησης για αέριο την επόμενη 15ετία θα προέλθει από την Ασία, όπου ασχέτως από την εκεί υψηλή διείσδυση των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή, το φυσικό αέριο θεωρείται ο βασικός πυλώνας του ενεργειακού συστήματος και όχι εγκλωβισμένο περιουσιακό στοιχείο (stranded asset), που είναι η ευρωπαϊκή θεώρηση των πραγμάτων. Το δε μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης τόσο μέσω αγωγών όσο και LNG μέχρι το 2050 εκτιμάται ότι κατά 60%-70% θα προέλθει από την Ασία.
Οι ανωτέρω διαπιστώσεις δικαιολογούν απόλυτα τον προβληματισμό που ήταν έκδηλος μεταξύ εταιρειών οι οποίες συμμετείχαν στο καθιερωμένο ετήσιο συνέδριο Flame που πραγματοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα στο Αμστερνταμ. Ο προβληματισμός των εταιρειών που συμμετέχουν τόσο στην ηλεκτροπαραγωγή όσο και στην εμπορία φυσικού αερίου εστιάζεται στην προβλεπόμενη έλλειψη προμήθειας (supply gap) που θα προκύψει από τις ακολουθούμενες σήμερα πράσινες πολιτικές της Ε.Ε. Ο ανωτέρω προβληματισμός μετατράπηκε σε έντονη ανησυχία μετά την τοποθέτηση του εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο οποίος επανέλαβε τη δέσμευση της Ε.Ε. στους φιλόδοξους στόχους του Fit for 55 και ανέφερε πως μέχρι το 2040 η ζήτηση για αέριο στην Ε.Ε. θα πρέπει να έχει μειωθεί κατά 66% στα 117 bcma περίπου, από το σημερινό επίπεδο των 340 bcma.
Τα νούμερα αυτά, αν και γνωστά, εντούτοις φόβισαν τους εκπροσώπους της αγοράς, καθότι σημαίνουν ότι η κατανάλωση βάσει σχεδίου θα μειωθεί κατά 2/3 από τα σημερινά επίπεδα και μάλιστα σε μια περίοδο όπου το αέριο αναγνωρίζεται διεθνώς ως το ενδιάμεσο καύσιμο, στο οποίο τόσο η βιομηχανία όσο και οι ηλεκτροπαραγωγοί αποβλέπουν προκειμένου να επιτύχουν γρήγορα την απανθρακοποίηση της παραγωγής τους. Με το απερχόμενο φυσικό αέριο, βάσει του σχεδιασμού των Βρυξελλών, να αντικαθίσταται κυρίως από ΑΠΕ και συστήματα αποθήκευσης και εν μέρει από υδρογόνο, η χρήση του οποίου όμως θα περιοριστεί σε μεγάλες βιομηχανικές μονάδες. Επίσης, αυξημένο ποσοστό στην ηλεκτροπαραγωγή προβλέπεται για την πυρηνική ενέργεια, όμως η περαιτέρω διείσδυσή της στην ηλεκτροπαραγωγή θα είναι αργή, με δεδομένο το μεγάλο χρονικό διάστημα που χρειάζεται για την αδειοδότηση και κατασκευή μονάδων και την αλλαγή τεχνολογίας που αυτή την περίοδο επιχειρείται με την προώθηση των μικρών αρθρωτών αντιδραστήρων (SMR’s).
Οπως παρατήρησαν υψηλόβαθμα στελέχη της ευρωπαϊκής βιομηχανίας αερίου, θα περίμενε κάποιος ότι οι σοφοί της Ε.Ε. θα είχαν προχωρήσει σε μερική έστω αναθεώρηση των ουτοπικών στόχων του Green Deal, ενόψει των αυξανόμενων προβλημάτων που εμφανίζει πλέον η ενσωμάτωση σε μεγάλη κλίμακα των ΑΠΕ στα δίκτυα ηλεκτροπαραγωγής. Με την απρογραμμάτιστη προσθήκη χιλιάδων μονάδων ΑΠΕ, κυρίως φωτοβολταϊκών, να έχει οδηγήσει σε καθημερινές απορρίψεις φορτίων από τους διαχειριστές που αγωνίζονται σε καθημερινή βάση να κρατήσουν το σύστημα σε ισορροπία και λειτουργία.
Κάτι που όμως δεν επιτυγχάνεται πάντοτε, λόγω τυχαίων γεγονότων, όπως φάνηκε ξεκάθαρα στην περίπτωση του πρόσφατου δραματικού πολυήμερου μπλακ άουτ στην Ιβηρική. Υπό αυτή την έννοια, όπως κατ’ επανάληψη τονίστηκε στο συνέδριο Flame, υπάρχει ανάγκη για περισσότερες μονάδες που να καλύπτουν φορτία βάσης, όπως αυτές που λειτουργούν με φυσικό αέριο. Η λανθασμένη στόχευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και της DG Energy πιο συγκεκριμένα, περί ακόμη μεγαλύτερης διείσδυσης των ΑΠΕ στο ηλεκτροπαραγωγικό μείγμα εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους. Oι όποιες εκτιμήσεις για τη ζήτηση φυσικού αερίου τα επόμενα 30 χρόνια είναι λίαν παρακινδυνευμένες λόγω της τεράστιας αβεβαιότητας που ισχύει σήμερα σε ό,τι αφορά το ενεργειακό μείγμα που θα διαμορφωθεί και την προβλεπόμενη υψηλή ζήτηση από τα data centers.
Σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση της ζήτησης αερίου στην Ευρώπη, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στοιχεία βάσει των οποίων σήμερα λειτουργούν στην Ευρώπη ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες αερίου συνολικής ισχύος 361,4 GW, με 12,3 GW υπό κατασκευήν και 13,2 GW με FID. Ως εκ τούτου προκύπτει το ερώτημα εάν με το σχέδιο της Ε.Ε. για περιθωριοποίηση του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή θα υπάρχει επάρκεια αερίου σε λίγα χρόνια για τη λειτουργία των ως άνω μονάδων –έστω και στο ελαφρώς μειωμένο επίπεδο που θα λειτουργούν λόγω της απόσυρσης μέρους αυτών–, οι οποίες, βέβαια, δεν πρόκειται να εγκαταλειφθούν αγόγγυστα από τους ιδιοκτήτες τους.
Οπως παρατηρούν κορυφαίοι ενεργειακοί αναλυτές από το Oxford Institute of Energy Studies, η συμμετοχή σε υψηλό ποσοστό των μονάδων αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή τις επόμενες δεκαετίες θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη λόγω της απόλυτης ανάγκης για παροχή επικουρικών υπηρεσιών και της κάλυψης φορτίων βάσης. Συμπληρώνοντας ότι το κόστος παραγωγής του αερίου (και κατ’ επέκταση του ηλεκτρισμού) θα αυξάνεται όσο μειώνεται η χρήση του, αφού τα έξοδα λειτουργίας και συντήρησης των μονάδων και οι προβλέψεις για προμήθεια δεν μειώνονται αντίστοιχα.
*Ο κ. Κωστής Σταμπολής είναι πρόεδρος του ΙΕΝΕ.
** Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην Καθημερινή της Κυριακής.
(moneyreview.gr)